Οι ιδέες αποτελούν εργαλεία ερμηνείας του ιστορικού γίγνεσθαι είτε του φυσικού είτε του κοινωνικού. Αν δεχθούμε ότι αυτό δεν αποτελεί κάποιο αμετάβλητο “είναι” αλλά “γίγνεσθαι” που είναι σε συνεχή εξέλιξη με έναν μη γραμμικό, χαοτικό τρόπο, είναι φυσικό ότι και οι ιδέες, οι ερμηνείες αυτού του γίγνεσθαι να αλλάζουν. Το κοινωνικό γίγνεσθαι αποτελεί ένα πεδίο όπου αυτό γίνεται καλύτερα ορατό μιας και οι αλλαγές του βρίσκονται μέσα σε κλίμακες του χρόνου προσιτές για την ανθρώπινη παρατήρηση, ενώ στο φυσικό γίγνεσθαι αυτές οι αλλαγές είναι πολύ πιο αργές. Έτσι στο κοινωνικό γίγνεσθαι οι ιδέες που το ερμηνεύουν αλλάζουν κυρίως επειδή αλλάζουν συνεχώς και τα δεδομένα που το καθορίζουν, ενώ στο φυσικό γίγνεσθαι είναι η η ανάπτυξη της γνώσης που μπορεί να παίρνει συνεχώς περισσότερα δεδομένα υπ' όψη της για τις ερμηνείες που χρησιμοποιεί, κάνοντάς τες πιο αποτελεσματικές.
Το ιστορικό κοινωνικό γίγνεσθαι αποτελεί μια διαδικασία στην οποία βρίσκονται σε μια αλληλεξάρτηση οι ατομικές ή οι επιμέρους, διαφόρων υποσυνόλων, βουλήσεις, δηλαδή ιδέες, συμπεριφορές, που αλληλοεμπλέκονται στην εξέλιξή της, με τη συνολική συνισταμένη όλων αυτών των δράσεων να διαμορφώνει αυτό που θα ονομάζαμε αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα.
Σε κάθε διαδικασία στη διαμόρφωσή της οποίας συμμετέχουν πολλοί παράγοντες, αυτή παίρνει χαοτικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας συνδυασμός αναγκαιοτήτων, επειδή οι δυνατές λύσεις για τη βιωσιμότητα ενός συστήματος είναι περιορισμένες και όχι άπειρες και ταυτόχρονα τυχαιότητας επειδή είναι πολλοί οι παράγοντες που παρεμβαίνουν, τόσο από το ίδιο το σύστημα όσο και από το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτό δρα. Αυτό αφορά και κάθε επιμέρους κοινωνική διαδικασία και τις σχέσεις της με τις ατομικές βουλήσεις ή τα επί μέρους υποσύνολα που συμμετέχουν ως ξεχωριστοί παράγοντες διαμόρφωσής της που συμμετέχουν σ' αυτήν. Η αλληλεξάρτηση βρίσκεται και στο γεγονός ότι ότι οι επιμέρους βουλήσεις επηρεάζονται και διαμορφώνονται από το συνολικό γίγνεσθαι, όπως και το συνολικό γίγνεσθαι καθορίζεται από τις επί μέρους δράσεις, με έναν όχι προβλέψιμο τρόπο. Μπορεί δηλαδή η δική μας ξεχωριστή βούληση να μην επηρεάσει την εξέλιξη μιας διαδικασίας ή και να την επηρεάσει τυχαία σε βαθμό δυσανάλογο.
Οι ιδέες που διαμoρφώνονται από τα επιμέρους υποκείμενα δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιδεολογικοποίηση των συμφερόντων και των επιθυμιών τους, η οποία όμως δεν γίνεται με έναν μονοσήμαντο τρόπο, εξαρτάται από τον τρόπο ένταξης και συμμετοχής στα ευρύτερα σύνολα και ταύτισής τους με τις προοπτικές τους αλλά και με γνωστικούς παράγοντες. Αυτό αφορά και το κάθε άτομο ξεχωριστά αλλά και ευρύτερα σύνολα ή κοινωνικά δίκτυα που έχουν λιγότερα ή περισσότερα μόνιμα κοινά χαρακτηριστικά.
Η παραπάνω μικρή εισαγωγή έγινε για να τοποθετηθεί το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται οι “ιδέες”, οι οποίες αποτελούν μια προσπάθεια ερμηνείας αυτού του γίγνεσθαι, με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω και ταυτόχρονα παρέμβασής μας σ' αυτό. Παρέμβασης που γίνεται με βάση την ερμηνεία που δίνουμε και καθορίζει τη συμπεριφορά μας. Άρα ως ερμηνεία κατά βάση που είναι, θα κριθεί τελικά στο αποτέλεσμα της πράξης. Βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο. Η πράξη, δηλαδή το γίγνεσθαι της ιστορικής, κοινωνικής διαδικασίας, με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω, κρίνει τις ιδέες. Όπως κρίνει και τις αξίες, τα κριτήρια δηλαδή που θέλουμε να καθορίζουν τις κοινωνικές μας συμπεριφορές.
Το κριτήριο της πραγματικότητας, η δοκιμή του σωστού-λάθους, είναι αυτό που και στο κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι μόνο το φυσικό, καθιστά έγκυρες τις ιδέες και τις αξίες.
Στον ιδεαλισμό (κάνοντας μια απλούστευση), προτεραιότητα έχουν οι ιδέες. Βέβαια σ΄αυτή τη σχέση των ιδεών με την εμπειρία-πράξη, υπάρχει μια πολύ ευρεία γκάμα σταθερών ή λιγότερο σταθερών ερμηνειών, “ιδεών”. Για παράδειγμα μπορούμε να πούμε ότι και οι αρχές της λογικής, αποτελούν “ιδέες”, εργαλεία ερμηνείας του φυσικού γίγνεσθαι, που διαμορφώθηκαν όμως στη διάρκεια πολλών χιλιάδων χρόνων από τη σχέση μας με αυτό το γίγνεσθαι, έχουν αποδείξει την εγκυρότητά τους και έχουν περάσει με έναν ισχυρό τρόπο στη νοητική συσκευή που κουβαλάμε. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί τις θεώρησαν ως a priori δεδομένα και ως απόδειξη της προΰπαρξης και προτεραιότητας των ιδεών έναντι της πράξης. Σε τελική ανάλυση δεν έχουν απόλυτο νόημα αυτές οι κατηγοριοποιήσεις, επειδή αυτό που τελικά υπάρχει είναι το γίγνεσθαι, η πράξη, οι ιδέες ως ερμηνείες αυτού του γίγνεσθαι προκύπτουν με τον ένα ή άλλο τρόπο από αυτό αλλά και αυτές οι ερμηνείες, μέσω της βούλησης μπορούν να επηρεάσουν με πολλαπλούς τρόπους αυτό το γίγνεσθαι. Εν πάση περιπτώσει όμως μπορούμε να πούμε ότι ως φιλοσοφικό ρεύμα ο ιδεαλισμός έχει την τάση στη διαλεκτική σχέση “ιδέας” από τη μια και εμπειρίας, πράξης από την άλλη, να υποτιμά την δεύτερη και να δίνει προτεραιότητα στην πρώτη.
Ο ιδεαλισμός εύκολα μπορεί να καταλήξει στον δογματισμό ή τις ιδεοληψίες. Στον δογματισμό διάφορες “ιδέες” θεωρούνται “ιερές”, είναι αιώνιες και αναλλοίωτες και γι αυτό τον λόγο δεν μπορούν και να κριθούν, δηλαδή να υπόκεινται στον έλεγχο της πράξης. Το μέγιστο καθήκον είναι η υπολοίηση της “ιδέας” ανεξάρτητα από το αν η εφαρμογή της θα βλάψει ή θα ωφελήσει.
Που οφείλεται ο δογματικός τρόπος σκέψης;
Αποτελεί έναν προεπιστημονικό και συναισθηματικό κατά βάση τρόπο σκέψης που αγνοεί και δεν παίρνει υπ' όψη τις ευρύτερες συνθήκες της δράσης . Ψυχολογικά στηρίζεται στην ανάγκη να έχουμε ισχυρές βεβαιότητες πάνω στις οποίες θα στηριζόμαστε, βεβαιότητες που θεωρούμε απαραίτητες μέσα σε ένα απρόβλεπτα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Καταλήγει στον βολονταρισμό, τον ετσιθελισμό, έτσι θέλω έτσι θα κάνω, δρω δηλαδή κυρίως με βάση τις επιθυμίες μου. Όμως το πραγματικό γίγνεσθαι εξαρτάται και καθορίζεται όχι κατά βάση από τις επιθυμίες μας αλλά από την αλληλεπίδραση πολλών περισσότερων παραγόντων.
Αντίθετα με τις λογικές αρχές, που αν και αυτές όπως αναφέρθηκε αποτελούν κατά κάποιο τρόπο “ιδέες”, ερμηνείες, εν τούτοις αποτελούν ερμηνείες που προέκυψαν από την μακραίωνα εμπειρία, πράξη του ανθρώπου με το περιβάλλον του και απέδειξαν την διαχρονική εγκυρότητά τους.
Ιστορικά ο ιδεαλισμός, αν και οι γνωσιολογικές του ρίζες παραπέμπουν και στην “πνευματική” παράδοση του ανιμισμού, έχει σχέση και με την απόσπαση από μια πραγματικότητα που δεν μας αρέσει, είναι σκληρή, οπότε δημιουργούμε στη θέση της μια ιδεατή “πραγματικότητα”, η οποία αποκτά απόλυτη προτεραιότητα. Δεν είναι τυχαίο τι ο μυστικισμός και οι μονοθεϊστικές θρησκείες της Μ. Ανατολής, γεννήθηκαν σε ιδιαίτερα σκληρά (φυσικά είτε κοινωνικά) περιβάλλοντα, όπου η απελπισία οδηγούσε σε καταφυγή σε μια ιδεατή πραγματικότητα, έξω και πέρα από την πραγματική ζωή. Η φυσική φιλοσοφία, ο “υλιστικός” ας τον πούμε τρόπος σκέψης(αν και ο όρος υλισμός χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση στα πλαίσια της διαλεκτικής σχέσης πράξης, γίγνεσθαι και λόγου), που οδήγησε και στη γέννηση της επιστήμης, γεννήθηκε στο φιλικό για τον άνθρωπο ήπιο φυσικό περιβάλλον του Ελλαδικού χώρου και σε κοινωνικές συνθήκες όπου δημιουργήθηκαν κοινωνίες συνευθύνης και ο πολίτης ένοιωθε ενεργό μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι στο οποίο μετείχε. Ταυτόχρονα αυτό περιείχε και πολλές αντιφάσεις. Για παράδειγμα αυτές οι συνθήκες αφορούσαν μικρούς και κατακερματισμένους χώρους, οπότε η ανάπτυξη αυτή οδηγούσε στην προτεραιότητα των συμφερόντων των επιμέρους κοινωνιών και κοινωνικών υποκειμένων και στη συνεχή διαμάχη μεταξύ τους. Όπως και η ανάπτυξη της ατομικότητας μπορεί να οδηγήσει τη δράση προς διάφορες κατευθύνσεις.
Στον Ελλαδικό χώρο αναπτύχθηκαν και τα δύο ρεύματα σκέψης. Για παράδειγμα η παράδοση του Πλατωνισμού για την προτεραιότητα των ιδεών, που επεκράτησε ως τρόπος σκέψης από μία περίοδο και μετά. Σε αντίθεση με τους σοφιστές ή άλλα φιλοσοφικά ρεύματα και την προτεραιότητα της πράξης. Επίσης η παράδοση της ορθόδοξης εκκλησίας και η πλήρης απόσπασή της από τα “γήϊνα”, περισσότερο από όσο συνέβαινε με την καθολική και πολύ περισσότερο με την προτεσταντική εκκλησία.
Ο δογματικός, ιδεοληπτικός τρόπος σκέψης, αποτελεί και έναν εύκολο τρόπο σκέψης. Το να δρας με βάση κάποιες στέρεες βεβαιότητες, να προσαρμόζεις την πραγματικότητα πάνω σ' αυτές, είναι σχετικά απλό αλλά και σε προφυλάσσει από το να βάλεις σε κρίση τις βεβαιότητές σου όπως και τις πράξεις σου. Από την άλλη και ο απόλυτος καιροσκοπισμός μπορεί απλά να κρύβει έναν απόλυτο αμοραλισμό.
Τις περισσότερες φορές η συγκεκριμένη δράση που με έναν στενό τρόπο “εξυπηρετεί” τα συμφέροντα ενός επιμέρους υποκειμένου, δημιουργεί πρόσκαιρα οφέλη ή οφέλη για λίγους, οπότε δημιουργείται βάση συσπείρωσης γύρω από αυτά τα οφέλη. Για παράδειγμα μια ομάδα που λειτουργεί με έναν κλειστό τρόπο, οχυρωμένη πίσω από “ιερές”, απαραβίαστες αρχές, δημιουργεί οφέλη για μία μικρή μερίδα, αυτών που έχουν την εξουσία στα πλαίσια της συγκεκριμένης ομάδας ή ωφελούνται από αυτήν.
Αποτελεί φυσικά και μια ανθρώπινη τάση, να επιμένουμε δηλαδή στις απόψεις μας ακόμη και όταν τα δεδομένα είναι σε πλήρη αντίθεση μ' αυτές, κάτι από το οποίο δεν έχει ξεφύγει ούτε η εξέλιξη της ίδιας της επιστήμης και των επιστημονικών θεωριών, αλλά εδώ δεν αναφερόμαστε σ' αυτό αλλά στις ακραίες εκφράσεις αυτής της τάσης.
Η κρίση στη χώρα μας, αν και παραμένουν φυσικά εμμονές πάνω σε ερμηνείες που δεν παίρνουν υπ' όψη τα πραγματικά δεδομένα και απλά ιδεολογικοποιούν με έναν στενό τρόπο και με κοντόφθαλμη προοπτική τις επιθυμίες και επιδιώξεις διαφόρων ομάδων, μας ανάγκασε να σκεφτούμε πάνω στις αιτίες της, να ανασκευάσουμε απόψεις, να αναπτύξουμε μια πιο πραγματιστική στάση, που συνδυαζόμενη φυσικά με βασικές αρχές που καθορίζουν τη στάση της μιας ή της άλλης ομάδας ή των διαφορετικών υποκειμένων, δημιουργεί συνθήκες για αναζήτηση περισσότερων διεξόδων. Μια τέτοια στάση μπορεί να βρίσκει κοινά σημεία εκεί που πριν υπήρχαν “αγεφύρωτες” διαφορές. Εξετάζοντας περισσότερα δεδομένα και όχι μόνο εκείνα που μας “δικαιώνουν”, να προκύπτουν δυνατότητες που μέχρι τώρα δεν φαινόταν επειδή ήταν έξω από το οπτικό πεδίο μιας συγκεκριμένης οπτικής.
Οι βασικές αρχές τις οποίες ακολουθεί κάθε άτομο ή ευρύτερο υποκείμενο ή ομάδα και αποτελούν απαραίτητο στοιχείο κάθε δράσης και συμπεριφοράς, μιας και αποτελούν τη συμπύκνωση μιας μακρόχρονης πείρας και τελικά σοφίας, κάτι αντίστοιχο με τις αρχές της λογικής στο γνωστικό πεδίο που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου, πρέπει να συνδυάζονται με τον πραγματισμό, τα πραγματικά δεδομένα και τις δυνατότητες που ο υπολογισμός τους μπορεί να αποκαλύπτει. Εξ άλλου η πράξη, το τελικό αποτέλεσμα στο γίγνεσθαι, είναι ο τελικός κριτής και της ίδιας της πράξης αλλά και των “αρχών” με βάση τις οποίες δρούμε, των αξιών δηλαδή.
Η δράση κάθε υποκειμένου, ατόμου ή ευρύτερης ομάδας, είναι αναπόσπαστα δεμένη με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, όπως τα αντιλαμβάνεται κάθε στιγμή. Το πως όμως θα εξυπηρετηθούν αυτά τα συμφέροντα εξαρτάται από τη γνωστική και την ηθική του ενηλικίωση. Όπως δηλαδή ένα παιδί αντιλαμβάνεται την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ή με την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του ή με φόβο ή την επιδίωξή τους με έμμεσους τρόπους, ενώ αντίστοιχα ένας ενήλικος θα συνυπολογίσει περισσότερους παράγοντες, θα πάρει υπ' όψη του τα συμφέροντα ευρύτερα της ομάδας ή γενικότερες αρχές στις οποίες έχει καταλήξει ότι πρέπει να δρα, επειδή καταλαβαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα ικανοποιηθούν σε πιο μακροπρόθεσμη προοπτική και επίσης θα τα διεκδικήσει όταν έχει δίκαιο χωρίς φόβο και ως ισότιμο μέλος με τους άλλους.
Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου