Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Σολόχωφ (1904-1985). |
Ο Μιχαήλ Σολόχωφ είναι από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της σοβιετικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1905 στο χωριό Βιοσένσκαγια κοντά στον ποταμό Ντον και το 1918 παράτησε το γυμνάσιο και συμμετείχε ενεργά στην Οκτωβριανή επανάσταση. Τα βιβλία του «Ο ήρεμος Ντον» και «Ξεχερσωμένη γη» υμνούν την κολλεκτιβοποίηση και παρουσιάζουν όλες τις δυσκολίες για την υλοποίηση της. Το 1965 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Κατά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο πολέμησε το φασιστικό στρατό του Χίτλερ στο εξοντωτικό σοβιετικό μέτωπο. Οι εμπειρίες αυτές καταγράφονται στο βιβλίο «Πολέμησαν για την πατρίδα». Ο Σολόχωφ περιγράφει την υποχώρηση του στρατού μέχρι τον Ντον. Ο επόμενος σταθμός ήταν το Στάλιγκραντ. Κάθε σελίδα αποπνέει μπαρούτι. Χαρακώματα, οβίδες, τανκς, βομβαρδισμοί, κομμένα χέρια, κομμένα πόδια, κινητά χειρουργεία, θάνατος, φρικαλεότητα. Οι ήρωες του Σολόχωφ είναι οι απλοί, ανώνυμοι άνθρωποι της ρωσικής επαρχίας. Χοντροκομμένα στρατιωτικά αστεία και ακαριαίες συναισθηματικές εναλλαγές, με δυο λόγια η αποθέωση του ηρωισμού.
Η συνεχής υποχώρηση περιγράφεται ως απόλυτη οδύνη. Ο σοβιετικός στρατός αφήνει χωριά στα χέρια των Γερμανών έχοντας πλήρη επίγνωση του τι θα συμβεί στους κατοίκους. Το ηθικό των αμάχων πολύ χαμηλό. Ίσως για πρώτη φορά κλονίζεται η εμπιστοσύνη στο στράτευμα. Οι Ρώσοι στρατιώτες όταν φτάνουν στα νέα χωριά κατά την οπισθοχώρηση ξέρουν καλά ότι κι αυτά θα τα εγκαταλείψουν. Όλη τη μέρα πολεμούν, το βράδυ περπατούν στα μετόπισθεν και σκάβουν νέα χαρακώματα για την επόμενη μέρα. Το φαγητό άθλιο, ο ύπνος μηδαμινός, τα μάτια κόκκινα κι όλο και λιγοστεύουν, αφού συνεχώς αφήνουν πίσω νεκρούς και ακρωτηριασμένους. Όταν μπαίνουν στα χωριά οι κάτοικοι τους φτύνουν. Περιγράφονται γριές που αρνούνται να τους προσφέρουν ένα ποτήρι νερό. «Γιατί υποχωρείτε; Πού μας εγκαταλείπετε; Ποτέ άλλοτε δεν έγινε αυτό!». Οι στρατιώτες δεν τολμούν να τις κοιτάξουν στα μάτια. Αυτό για τον Σολόχωφ ήταν η μέγιστη συντριβή. Το αίσθημα της ντροπής και της προδοσίας. Και ξανά πάλι. Τα πράγματα στον ώμο, ατέλειωτη πεζοπορία, σκάψιμο για χαρακώματα και μάχη. Ο Σολόχωφ παρουσιάζει την κτηνωδία με απόλυτη λεπτομέρεια. Οι μάχες γίνονται σχεδόν σώμα με σώμα. Η λογοτεχνία βάζει την ιστορία στο μικροσκόπιο.
Ο Σολόχωφ, όμως, πριν από όλα, εστιάζει στο αδούλωτο της ρώσικης ψυχής. Αυτό που δεσπόζει είναι η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση. Θανάσιμα τραυματισμένοι στρατιώτες ανατινάζουν τανκς πριν ξεψυχήσουν. Άλλοι που επέζησαν ατέλειωτους μήνες σ’ αυτή την κόλαση όταν τους έρχεται η μετάθεση στα μετόπισθεν την αρνούνται. Ο μοναδικός στρατιώτης που αποδέχεται μια τέτοια μετάθεση αντιμετωπίζεται περιφρονητικά και τελικά μετανιώνει. Όλοι θέλουν να πεθάνουν στην πρώτη γραμμή. Μοιραία το έργο αποκτά τις διαστάσεις αυτού που ονομάζουμε στρατευμένο. Γίνεται ύμνος της ρώσικης περηφάνιας, της αγάπης για την πατρίδα και κατ’ επέκταση για το καθεστώς.
Οι Γερμανοί στρατιώτες παρουσιάζονται σαν κτήνη. Το μόνο που τους αξίζει είναι ο θάνατος. Δεν υπάρχει ούτε μία λέξη, όχι φιλική, έστω μετριοπαθής γι’ αυτούς. Η γερμανική δυστυχία, με τους αντίστοιχους νεκρούς κι ακρωτηριασμένους μετατρέπεται σε δικαιοσύνη απέναντι σ’ ένα λαό που λαμβάνει ό,τι του αξίζει. Ο φασισμός, ως ιστορικό απόστημα, αφορά αποκλειστικά αυτούς που τον πολεμούν και ποτέ τους εκφραστές του. Μοιραία το έργα χάνει την πανανθρώπινη οπτική του μακελειού. Δεν βρισκόμαστε μπροστά στα ύψη μιας τραγωδίας που συνθλίβει κάθε εμπλεκόμενο. Βρισκόμαστε μπροστά στο δεδομένο πολεμικό ανακοινωθέν που αφορά τους συντρόφους και κατακεραυνώνει τους εχθρούς. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην ολοκληρωτική αποδοχή των ρόλων, στην ολοκληρωτική υιοθέτηση του καλού και του κακού, που εξυψώνει το εθνικό ιδεώδες χτίζοντας καινούρια τείχη ανάμεσα στους λαούς. Η λογοτεχνία από απελευθερωτικό μέσο έκφρασης του ανθρώπινου πόνου μετατρέπεται σε εργαλείο εθνικής ανάτασης, σε λίκνο πατριωτισμού. Η παντελής απουσία των συμμάχων μετατρέπει το 2ο παγκόσμιο σε καθαρά σοβιετική υπόθεση. Τα δεδομένα στρατιωτικά και πολιτικά λάθη του σταλινισμού δεν έχουν καμία θέση στο έργο του Σολόχωφ. Οι πολιτικές διώξεις που αφορούν και υψηλά στρατιωτικά στελέχη – ο Τουχατσέφσκι είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα – αποσιωπούνται, όπως και η σταλινική αφέλεια που πίστευε μέχρι το τέλος ότι ο Χίτλερ δεν θα επιτεθεί. Αυτό που μένει είναι ο καθημερινός ηρωισμός των ανώνυμων ανθρώπων, που έδωσαν τα πάντα για τη σοβιετική πατρίδα, σ’ έναν αμείλικτο αγώνα βιολογικής και ιδεολογικής σωτηρίας.
Φυσικά, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι παράλογο. Η ασφυκτική ένταση της ιστορίας ξεπερνά τους ανθρώπους, τους ρουφάει μέσα της, τους υποχρεώνει να συμμετέχουν, τους υποχρεώνει δηλαδή τοποθετηθούν και να υπερασπιστούν τις θέσεις τους μέχρις εσχάτων. Το ρωσικό μέτωπο είναι ίσως το αποκορύφωμα της ανθρώπινης κτηνωδίας. Το να ζητάμε αντικειμενικότητα ή, πολύ περισσότερο, κατανόηση από κάποιον που τα έζησε αυτά δεν είναι παρά η εκ του ασφαλούς υπεραπλούστευση που κριτικάρει εν αγνοία τα πάντα. Το επιχείρημα ότι η τέχνη οφείλει να σταθεί πάνω από όλες τις περιστάσεις κρίνεται αφελές. Η τέχνη δεν οφείλει τίποτε κι ο καλλιτέχνης είναι αυτός που κραυγάζει τη δική του οπτική μέσα στον κόσμο. Δεν είναι άγιος, ούτε δικαστής, ούτε ιστοριογράφος, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που προσπαθεί να αποδώσει την ατομική του αλήθεια, κουβαλώντας τα προσωπικά του πάθη. Υπό αυτή την έννοια κάθε τέχνη είναι στρατευμένη. Είναι η στράτευση της προσωπικής τοποθέτησης μπροστά σε κάθε ερέθισμα. Κανένα έργο δεν είναι ουρανοκατέβατο. Οι τέχνες προκύπτουν μέσα από την κοινωνία, αντανακλώντας τα ερεθίσματα της κοινωνίας και οι διαμορφωμένες πολιτικές είναι τα πιο ξεκάθαρα μηνύματα της κοινωνίας. Γιατί όταν ένας καλλιτέχνης εντάσσεται σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους οφείλει να είναι στρατευμένος, ενώ κάποιος που δεν εντάσσεται αστράτευτος; Η πολιτική δυσπιστία και το ανένταχτο δεν είναι επίσης πολιτική τοποθέτηση; Το επιτηδευμένο απολιτίκ δεν είναι κι αυτό μια μορφή στράτευσης; Η υπεράσπιση συγκεκριμένων πολιτικών ιδεών είναι κοινωνική τοποθέτηση κι αντανακλά μια ολόκληρη πορεία σκέψης που καταλήγει σ’ αυτές. Η δεδομένα ανιδιοτελώς κριτική θέση του καλλιτέχνη διασφαλίζει το αστράτευτο των επιλογών του, όπου κι αν καταλήγουν. Αν η πολιτική τοποθέτηση εμπνέει κοινωνικό όραμα – η περίπτωση του σωστού ή του λάθους δεν έχει εδώ καμία σημασία – γιατί ο καλλιτέχνης οφείλει να μένει απ’ έξω; Κι από την άλλη πώς ορίζεται το αστράτευτο; Ακόμα και οι βαθύτερες ανθρώπινες αναζητήσεις του έρωτα και του θανάτου, είναι αδύνατο να μείνουν έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Διαμορφώνονται από αυτό και αποκτούν αποχρώσεις καθαρά συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Μια ματιά στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας το καταδεικνύει περίτρανα. Ο αστράτευτος καλλιτέχνης που ισχυρίζεται ότι υμνεί τις αιώνιες αλήθειες χωρίς να υπηρετεί καμία πολιτική χροιά, είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Το αστράτευτο που εκπροσωπεί είναι υποκριτικό, είναι η δήθεν εξασφάλιση αντικειμενικότητας ή πνευματικότητας ή αμφισβήτησης ή οτιδήποτε τέτοιο. Το αστράτευτο κατακρημνίζεται οριστικά ως ψευδοέννοια, με τον ίδιο τρόπο που ο Ουμπέρτο Έκο συνέτριψε τη δημοσιογραφική αντικειμενικότητα στο τρομερό του κείμενο «Η ψευδαίσθηση της αλήθειας», που πέρα από την απογύμνωσή της κατέδειξε και τις φασιστικές της προεκτάσεις στα πλαίσια του τηλεοπτικού ανταγωνισμού της κατοχής της αλήθειας.
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν οι καλλιτεχνικές τοποθετήσεις κρύβουν υστεροβουλία μετατρεπόμενες σε μπίζνες. Όταν αποσκοπούν στην κερδοφορία πάσης φύσεως εξαθλιώνοντας τη σκέψη. Όταν δηλαδή γίνονται προπαγάνδα ισοπεδώνοντας τα πάντα. Τότε μπορούμε να μιλάμε για στράτευση, γιατί τότε τα έργα εντάσσονται έμμισθα στις υπηρεσίες ενός στρατού (πολιτικού, ιδεολογικού, κομματικού, θρησκευτικού και οι στρατοί δεν τελειώνουν) χάνοντας κάθε αξία. Τέτοια στράτευση βλέπουμε να υπάρχει αφειδώς σε όλες τις εποχές, και να οξύνεται ευθέως ανάλογα με το συγκεντρωτισμό της εξουσίας και φυσικά η Σοβιετική Ένωση δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως ο Σολόχωφ δεν ανήκει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ο Σολόχωφ δεν έκρυψε ποτέ την κομμουνιστική του ταυτότητα, ούτε και την αγάπη του προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Ντον. Όταν το 1937 εκλέχτηκε πολιτικός εκπρόσωπος στο Ανώτατο Σοβιέτ δήλωσε: «Εγώ γεννήθηκα στον Ντον, εδώ μεγάλωσα, εδώ σπούδασα, εδώ έγινα άντρας, συγγραφέας και μέλος του Κόμματος……εδώ στις στέπες του Ντον θέλω να ζήσω και να πεθάνω τέκνο της στέπας».
Θανάσης Μπαντές abbades75@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου