Jerome David (JD) Salinger(1919-2010). Φωτογραφία του 1950. Ν. Υόρκη. "Ο φύλακας στη σίκαλη" συνεχίζει να πουλά περίπου 250.000 αντίτυπα το χρόνο. |
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ «Ο φύλακας στη σίκαλη» γνώρισε παγκόσμια φήμη, θα λέγαμε ότι αποτελεί λογοτεχνικό σταθμό σ’ αυτό που ονομάζουμε επαναστατική εφηβεία. Γραμμένο το 1951 συγκλόνισε το κοινό – και το συγκλονίζει ακόμα – αφού με αφοπλιστική λιτότητα, τόσο στην πλοκή, όσο και στη γλώσσα, αναδεικνύει ένα μεγαλειώδες αποτέλεσμα, που καθηλώνει – όχι από την αρχή, αλλά σταδιακά – χάρη στον αβάσταχτο ρεαλισμό του. Ο ρεαλισμός του Σάλιντζερ είναι καθαρά περιγραφικός, δηλαδή διαισθητικός. Είναι η ανάπλαση της πραγματικότητας μέσα από τα μάτια του νεαρού Χόλντεν, που δεν έχει το χρόνο ούτε να φιλοσοφήσει, ούτε να τεκμηριώσει τη συσσωρευμένη του οργή. Ως εκ τούτου δεν μπορεί ούτε να την διαχειριστεί. Απορρίπτει, τσαλακώνει, εξοργίζεται κι όλα αυτά υπό συνθήκες περισσότερο αντανακλαστικές παρά ορθολογικές, όπως άλλωστε αρμόζει στην εφηβική ενστικτώδη διαισθητικότητα που λειτουργεί αυτόματα μπροστά στα ερεθίσματα, χωρίς να μπορεί ούτε να τα διευθετήσει, ούτε να τα προβλέψει. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ασφυκτικός ρεαλισμός του Σάλιντζερ που δεν γράφει για τον Χόλντεν, αλλά τον υποδύεται με απολύτως μελετημένη αυστηρότητα σ’ ένα μάλλον οξύμωρο παιχνίδι, που εξελίσσεται ανάμεσα στην πειθαρχημένη αναπαράσταση του Σάλιντζερ και την αμετάκλητη άρνηση κάθε αρχής του Χόλντεν. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην απόλυτη εφηβική σύγχυση που όμως δομείται με την άκρατη μεθοδικότητα. Ο λόγος του Χόλντεν είναι δοσμένος υποδειγματικά (όλο το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο ως εξομολογητική αφήγηση του Χόλντεν), αφού ο Σάλιντζερ φροντίζει να τον στηρίξει πάνω σε όλες αυτές τις εφηβικές – σχεδόν στερεότυπες – εκφράσεις που συνδυάζουν τον κοφτό, μικροπερίοδο λόγο, τις βρισιές και τις διαρκείς επαναλήψεις.