Ο τόνος των αγγείων ρυθμίζεται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα με νευροδιαβιβαστικές ουσίες που δρουν στους υποδοχείς του στα αγγεία καθώς και απο το ίδιο το ενδοθήλιο των αγγείων, μέσω ορμονών που το ίδιο παράγει, ώστε να κρατά τον τόνο των αγγείων στην επιθυμητή για τον οργανισμό κατάσταση.
Το ενδοθήλιο είναι ένα στρώμα κυττάρων που επενδύει την εσωτερική πλευρά των αγγείων του αίματος και της λέμφου. Έχει συνολική επιφάνεια περίπου 400 τ. μέτρα και βάρος περίπου 2 κιλά. Με τις αγγειοδραστικές ουσίες που παράγει μπορεί και τροποποιεί τον αγγειακό τόνο ανάλογα με την ροή ή την πίεση του αίματος, παίζοντας ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος, στη διαπερατότητα και τη μεταφορά ουσιών στο αρτηριακό τοίχωμα αλλά και στη σύνθεση αυξητικών παραγόντων για την δημιουργία νέου ενδοθηλιακού ιστού.
Η διάρκεια ζωής της πρώτης γενιάς ενδοθηλιακών κυττάρων, αυτών δηλαδή που δημιουργούνται μετά τη γέννηση, είναι περίπου 30 χρόνια. Όταν πεθαίνουν αντικαθίστανται από νέα. Η αντικατάσταση γίνεται από κύτταρα που παράγονται στον μυελό των οστών, τα προγονικά ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία προέρχονται από κοινό πρόγονο με τα αιμοποιητικά κύτταρα και κυκλοφορούν στο αίμα. Ενσωματώνονται σε περιοχές που υπάρχει ανάγκη αγγειογένεσης αλλά και στην αναπλήρωση ενδοθηλιακών κυττάρων που καταστρέφονται.
Φαίνεται όμως ότι οι καινούργιες γενιές ενδοθηλιακών κυττάρων δεν μπορούν να ανταποκριθούν με τον ίδιο τρόπο στη ρύθμιση του αγγειακού τόνου, υστερώντας στην παραγωγή αγγειοδιασταλτικών ουσιών, με αποτέλεσμα να επικρατεί πιο εύκολα η αγγειοσύσπαση. Έτσι όταν έχουμε αυξημένη απόπτωση των ενδοθηλιακών κυττάρων όπως συμβαίνει από τη δράση βλαπτικών παραγόντων, για παράδειγμα με το κάπνισμα, όπου με κάθε τσιγάρο έχουμε πολλαπλασιασμό της καταστροφής ενδοθηλιακών κυττάρων ή με τη δράση άλλων τοξικών ουσιών, που διεγείρουν το οξειδωτικό στρες στο ενδοθήλιο, τότε καταλαβαίνουμε με πιο τρόπο η δράση αυτών των παραγόντων δρα βλαπτικά και σε αυτόν τον τομέα, μακροπρόθεσμα δηλαδή, πέρα από τις άμεσες επιβλαβείς δράσεις .
Η δράση των τοξικών αυτών παραγόντων, που είτε δρώντας απ’ ευθείας στα ενδοθηλιακά κύτταρα είτε μέσω της παραγωγής ελεύθερων ριζών, κινητοποιούν και τις αντιδράσεις φλεγμονής στο ενδοθήλιο. Οι ουσίες της φλεγμονής που παράγονται αυξάνουν την διαπερατότητα του ενδοθηλίου, με αποτέλεσμα να περνούν από το ενδοθήλιο στο τοίχωμα των αγγείων διάφορα μακρομόρια ανάμεσα στα οποία και η LDL(η “κακή” χοληστερόλη), για την οποία έχει γίνει αναφορά σε προηγούμενες αναρτήσεις, με ποιο τρόπο οδηγεί στην αθηρωμάτωση και στην απόφραξη των αγγείων.
Ένα σημαντικό μόριο που παίζει ρόλο στην αγγειοδιαστολή των αρτηριών αλλά και τις οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις στο ενδοθήλιο, είναι το μονοξείδιο του αζώτου,