17.4.13

Ο φίλος Βαλάντης Βορδός μου έστειλε καινούργια του ποιήματα(που τα έστειλε και στα 24grammata)

(μνήμη Αλέξη Τραϊανού)

Περνάς από συνοικίες ερημικές τις νύχτες
όμορφος μες στην παραφορά των ερειπίων.
Παραδομένος σ'αυτό το άλγος
που γυρνά και ξαναγυρνά μέρες τώρα
καθώς τα τελευταία σύνορα είν' ανοιχτά
τα χειρουργεία έτοιμα
μα το βήμα μετέωρο.
Τα μάτια σου μόνο δυο κίτρινες καρίνες
σκίζουν τους έρημους δρόμους.
Πού είναι η πόρτα Αλέξη;


*
Η μικρούλα Κατερίνα φοβάται
τα σκοτάδια
φοβάται τ' αγόρια
και τους έρημους δρόμους.
Η μικρή κατερινιώ κατά βάθος
τούς μπάτσους αγαπά,
έχει κάποιους να μιλήσει
για πράγματα λιγότερο συναισθηματικά.
 
Στο institout francais συχνάζει
και στα γύρω τα στενά,
πουλά και αγοράζει όνειρα
και ξεφτισμένα ιδανικά.
 
Νιώθει μόνο ευτυχισμένη
όταν τις φλέβες της ζεσταίνει
της Ζ το καυτό οξύ,
τι κι αν πέσαν επάνω της
μανάδες θείες κι αδερφοί,
στον παραισθήσεων τα φώτα
η Κατερίνα μόνο νιώθει δυνατή.
 
Μια νύχτα την βρήκαν στις υφανέτ
το ρέμα
καρφωμένη πάνω στο φεγγάρι
να παραμιλά για πράγματα απίθανα
κι εξωπραγματικά.
( Μελετάω συστηματικά τον σφενδουράκη
γιατί με ενδιαφέρει το έμμετρο και τα σονέτα)

 *
Το ξημέρωμα είναι μακελειό
γυρνώντας μόνος στην πόλη
στις κομματιασμένες αρτηρίες της ψάχνοντας
μια ανέλπιστη διέξοδο από κάτι τρομερό
πάντα
πού λιώνει στα χέρια ότι αγγίζεις.
Πλημμύρισαν οι δρόμοι αρτηρίες σπασμένες
μοναχικά φώτα εμετικά στις πλατείες που
κοιμούνται άστεγοι και τέρατα παιδεραστών.
Γέμισε το σώμα αίμα που να χυθεί
δεν ξέρει πιά,στην αγάπη,στην ποίηση,
στον έρωτα,στο ραγισμένο χαμόγελο
πού έχουν τα μάτια σου όταν με κοιτάν
αδιάφορα.
 
Κι ύστερα τι να' ναι αυτό πού μας απομακρύνει
δίχως καν να αγγιχτούμε;
 
Μένοντας στα λόγια πού κρύβουν υποσχέσεις
στα αόριστα μόνο βλέμματα
στην άνοιξη πού αναρωτιέσαι
αν κάποτε υπήρξε
 
Το ξημέρωμα στην πόλη είναι μακελειό
για κάτι σώματα πικρά
απ' την προσπάθεια δηλητηριασμένα
 
Το ποίημα αυτό
δεν ξέρω γιατί με πλησίασε
τόσο κοντά και τι ζητά από μένα.
Εσένα δεν σε ξέρει καν
οι νύχτες σου του είναι ξένες.
 
Δεν ξέρει πού συχνάζεις,την καθημερινότητα σου
πώς κάνεις έρωτα,αν με χάπια κοιμάσαι.
Δεν έχει το ποίημα την έννοια σου
την μορφή σου δεν ξέρει,
αυτήν την κρατώ εγώ
μαζί με κάτι ακαθόριστες υποσχέσεις
πώς ίσως κάποτε βρεθούμε.
 
Τώρα ποίημά μου γιατί με πλησιάζεις επικίνδυνα
σαν ένα ποίημα της Σύλβια Πλάθ και του Αλέξη
και τι ζητάς από μένα σ'αυτό το κρύο ξημέρωμα
στο φριχτό αυτό μακελειό των δρόμων.

( το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Δ Π, 
μου προκαλεί ευφροσύνη να χρησιμοποιώ όρους ιατρικής στα κείμενά μου,
για αρτηρίες, άλγη, καρδιές, εκτομές, αίματα κτλ παρόλο που
οι γιατροί μου είναι δυσάρεστοι, δεν μπορώ να εννοήσω μάλλον πώς
είναι ψυχικά εντάξει, ίσως πρόκειται για θέμα εξοικείωσης τελικά, με τόσες
αρρώστιες ενώ εμείς κλυδωνιζόμαστε απ' το παραμικρό και ενίοτε
απ' την ασθένεια των ποιητών) το θέμα είναι πως κρατάμε τις ισορροπίες όμως.

 *                          
Χιόνιζε μες στο δωμάτιο αίμα και φαντασμαγορικούς εφιάλτες.
Κίτρινη λαδομπογιά στα μάτια τού τζόκερ,ώσπου
τον έσπρωξα απ' το παράθυρο γιατί δεν άντεχα το ηλίθιο
γέλιο του,το κρύο του αστείο,η ίζα η μικρή μου γάτα κουλουριασμένη
πάνω στο πάπλωμα , ήταν τόσο αδύναμη,την τάιζα ποιήματα
του Βιγιόν και του Τσέλαν μιας και δεν υπήρχε κάτι άλλο πρόχειρο.
Της στέρησα κάθε επαφή,κάθε μικρή απόλαυση, ανέπνεε μόνο τον
τοξικό αέρα της ποίησης,η ίζα πού κάποτε με γοήτευε τώρα ήταν αποκρουστική.
Σύρθηκε αργά προς τα χέρια,ανέβηκε στο στήθος,έβγαλε μια κραυγή
και ψόφησε πάνω μου γεμίζοντάς με τρίχες. Προσπάθώ με ένα τσιμπιδάκι
να βγάλω μια απ' τους βολβούς του ματιού μου,αν την αφήσω θα βλέπω
τα πάντα διχοτομημένα,αυτός ο κόσμος δεν είναι ροζ,ποτέ δεν ήταν
ροζ αυτό το άρρωστο κίτρινο δεν είναι ροζ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΡΟΖ.Κι η κοκκινοσκουφίτσα
μια πόρνη ήταν που έκανε πιάτσα στα δικαστήρια,την ήξερα καλά,
ανταλλάσαμε τσιγάρα και φλερτ με τον τρόμο στον τηλεφωνικό θάλαμο.
Περνώντας μερόνυχτα στο πεζοδρόμιο έβλεπα μόνο τον εαυτό μου να
περνά μέσα απ' τις βιτρίνες του zara  κρατώντας στα χέρια του το αίμα μου.
Ένα απίθανο μωρό από υαλοβάμβακα άρπαξε φωτιά μες στο καρότσι του
,και μην έχοντας κάτι άλλο για να το σβήσω έριξα πάνω
μερικά ποιήματα που τα νόμιζα αδρανή,ώσπου το μωρό λαμπάδιασε
αν μολότοφ στην τσιμισκή κάνοντας γκελ ανάμεσα απ' τα αστέρια..
*
Εκείνος ο ποδηλάτης
με το κίτρινο αδιάβροχο πού κάθε
κυριακή βολτάριζε πάνω κάτω
στην παραλία του λευκού πύργου
μόλις χθες τον έβλεπα να χάνεται
μες στην πυκνή ομίχλη
 
Σαν κάποιον που δεν υπήρξε ποτέ
*
Το καράβι έχει δέσει στο πέραμα
για επισκευή,
οι ναύτες του σαπίζουν στα μπαρ
και τα μπιλιάρδα.
Τα χέρια τους στην ήβη των κοριτσιών
του λιμανιού
εξερευνούν την γη του πυρός
την σπαρμένη με πέη.
*

Το ξανθό σου πρόσωπο
δεν θα το βρείς στην άνοιξη
στα μπαρ που πότιζες
τον εαυτό σου φθηνά ποτά και
γυναικεία παρέα.
Το προσωπό σου αφημένο θα το βρείς
ένα βράδυ στις σκάλες του σπιτιού σου
και ζαλισμένος καθώς θα' σαι
μακριά θα το κλωτσήσεις
χάνοντας και την τελευταία ελπίδα
κερδίζοντας μια μεταμόρφωση ακόμη.
 
*
Δεν χάνεις αίμα,δεν θα πεθάνεις.
Γιατί καμιά μάχη δεν έδωσες
κι ας λές πώς σε κατέβαλε η προσπάθεια
για την επιβίωση.
Δεν θα πεθάνεις απ' αυτό,
ίσως να πάθεις καρκίνο η έμφραγμα
να σε μαζέψουν από λαμαρίνες οικτρά
δαγκωμένο,
μα δεν θα πεθάνεις
πάλι καθαρή θα την βγάλεις κουφάλα.
Εγώ ξέρω,οι άλλοι που σε σένα δουλεύουν
ξέρουν,
πώς ήδη είσαι νεκρός
η καλύτερα δεν γεννήθηκες ποτέ
για να μαζεύεις χαρτούρα να ταριχεύεις
στις τράπεζες.
 
Είσαι νεκρός και δεν το ξέρεις
είσαι μπάσταρδε νεκρός και το ξέρουμε.
*
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: