σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ «Ο Ξένος» κυκλοφόρησε εν μέσω του 2ου παγκοσμίου πολέμου σχεδόν ταυτόχρονα με το «Μύθο του Σίσυφου» κι αν «Ο Μύθος του Σίσυφου» είναι η δοκιμιακή – θεωρητική προσέγγιση του παραλόγου, «Ο Ξένος» είναι η μυθιστορηματική πραγμάτωσή του. Η πλοκή είναι απολύτως λιτή, σχεδόν μηδαμινή. Θα λέγαμε ότι είναι περισσότερο σχεδιάγραμμα παρά ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Ο Μερσώ πληροφορείται το θάνατο της μητέρας του κι ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένος να ταξιδέψει μέχρι το Μαρέγκο για να παραστεί στην κηδεία της. Το τηλεγράφημα που έλαβε από το άσυλο που την φιλοξενούσε ήταν σαφές: «Μητέρα απεβίωσε. Ενταφιασμός αύριο. Θερμά συλλυπητήρια». Η κηδεία είναι θρησκευτική κι ο Μερσώ οφείλει να ακολουθήσει τη νεκρώσιμη πομπή.
Υπό αυτές τις συνθήκες βρισκόμαστε μέσα στην οπτική του Μερσώ που παρευρίσκεται στα γεγονότα από μια χαοτική απόσταση, απόσταση που κάνει αδύνατη τη συμμετοχή του. Το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης δεν υπηρετεί την αμεσότητα ή την εγγύτητα ή την αυθεντικότητα των γεγονότων αλλά αναδεικνύει ακριβώς αυτό, την ολοκληρωτική αποστασιοποίηση από τα πάντα, την αδυναμία της συναισθηματικής συμμετοχής, αδυναμία, που φτάνει στα όρια του συναισθηματικού ακρωτηριασμού. Φυσικά, η επιλογή του θανάτου της μητέρας ως αφηγηματική εκκίνηση των δραστηριοτήτων του Μερσώ δεν είναι τυχαία, αφού μόνο οι δραματοποιημένες σκηνές μπορούν να παρουσιάσουν την απονέκρωση του Μερσώ στην ολότητά της. Και πράγματι, ο Μερσώ υπομένει όλα τα καθέκαστα της κηδείας απάνθρωπα απαθής.