Το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» αποτελεί μυθοπλαστικό βιογραφικό σημείωμα της ζωής του Μάρκου Βαμβακάρη, που δεν αφορά όμως ολόκληρη τη ζωή του αλλά τη θρυλική προπολεμική οχταετία 1932 – 1940, όπου ο Μάρκος έκανε την εμφάνισή του στη δισκογραφία και επισημοποίησε ένα καταραμένο μουσικό ρεύμα, που έμελλε να κυνηγηθεί για πολλές δεκαετίες: το ρεμπέτικο. Βασισμένο σε απολύτως πραγματικά γεγονότα, προχωρά στο κτίσιμο ενός πορτρέτου, στην δημιουργία δηλαδή εικόνας που αποκτά εξαιρετική ορμή, αφού συνδυάζεται με τη δύναμη της μυθοπλασίας. Με δυο λόγια, ο Σκαμπαρδώνης, χωρίς να παραποιεί την αλήθεια στο ελάχιστο, παρουσιάζει μπροστά μας τη ζωή ενός ανθρώπου με περιστατικά και διαλόγους, όπως ο ίδιος τα φαντάζεται. Και δεν είναι μόνο η παρουσίαση του Μάρκου που καθηλώνει τον αναγνώστη, αλλά η ίδια η ανάπλαση του κλίματος του 30 στην Αθήνα και τον Πειραιά, η δημιουργία δηλαδή της ατμόσφαιρας που πλαισιώνει το μύθο και που σκιαγραφεί τους αδιασάλευτους νόμους του λούμπεν. Οι παράγκες, οι τεκέδες, οι μαχαιροβγάλτες, τα κουτσαβάκια, οι αστυνόμοι, οι πόρνες και τα πολιτικά παρατράγουδα της χούντας του Μεταξά σε ασφυκτικό πρώτο πλάνο. Όλα σε μια διάσταση σχεδόν πρωτόγονης ορμητικότητας που καθιστά αυτονόητο κάθε νταηλίκι, αφού δεν σηματοδοτεί απλώς το πλαίσιο της προσωπικής μαγκιάς όλων αυτών των σκληροτράχηλων του υποκόσμου, αλλά γίνεται διεκδίκηση ύπαρξης, καθώς μόνο έτσι μπορείς να επιβιώσεις. Και ταυτόχρονα, μέσα από τόνους μαγκιάς και προσωπικών τσαμπουκάδων ξεπηδά μια αβάσταχτη τρυφερότητα, τρυφερότητα που αγγίζει το συγκινητικό.
Αυτός είναι ο ακατανόητος – κι όμως τόσο κατανοητός – κόσμος του περιθωρίου που ενέπνευσε τον τρομερό Μάρκο, που, θα λέγαμε, γέννησε το ρεμπέτικο και του έδωσε μια διάσταση μυθική και χειροπιαστή συγχρόνως, δηλαδή μια διάσταση καθαρά πολιτική.
Έκδοση: 2008 ISBN: 978-960-19-0285-2 Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα Συγγραφέας: Γιώργος Σκαμπαρδώνης |
Οι προσωπικότητες που ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες του Σκαμπαρδώνη δείχνουν ακριβώς αυτό. Τη σύνθεση της συντριβής με τη βαρβαρότητα. Είναι αμείλικτες, ανισόρροπες, παράφορες, ολοκληρωτικά απροσάρμοστες. Παρορμητικές, αχαλίνωτες αλλά σε καμία περίπτωση απεχθείς. Αν και κινούνται σε άκαμπτα σκληρούς νόμους, αν και πολλές φορές φαίνονται αδίστακτες, ωστόσο διατηρούν μια επώδυνη ανθρωπιά, την ανθρωπιά ενός τσαλαπατημένου κόσμου που επιβιώνει χάρη σ’ ένα απόκοσμο πείσμα. Κι αυτό συνθέτει μια άγρια ομορφιά. Η ρεμπέτικη τετράδα (Μάρκος, Δελιάς, Μπάτης κι ο Στράτος ο Τεμπέλης), ο Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, ο Τρελάκιας κτλ, αποτελούν τις φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά, συνθέτουν τα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου. Τα χαρακτηριστικά της οδύνης και της παραίτησης (Δελιάς), του κυνισμού και της απελευθέρωσης μέσα από το καλαμπούρι (Μπάτης), της μαγκιάς και της επιβλητικής αντρίλας (Τρελάκιας) και του πάθους για καλλιτεχνική δημιουργία και αποτύπωση αυτής της αλλόκοτης και παράταιρης ανθρώπινης ταπετσαρίας (Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου).
Και φυσικά οι γυναίκες. Οι γυναίκες που εκπροσωπούνται από τη μάνα του Μάρκου, τη Ζιγκοάλα και τη Σκουλαρικού, την αγαπητικιά του Δελιά που είναι πόρνη και τον βουλιάζει κάθε μέρα στην ηρωίνη. Γυναίκες σκληρές και τραγικές που όφειλαν να μεταχειριστούν κάθε μέσο για να επιβιώσουν. Ο Πετρόπουλος στη «Ρεμπετολογία» γράφει: «Μπροστά στη ρεμπέτισσα οι σημερινές φεμινίστριες είναι κωμικά πρόσωπα» κι έχει δίκιο. Αν και οι γυναίκες που εμφανίζονται στις σελίδες του Σκαμπαρδώνη δεν είναι αμιγώς αυτό που λέμε ρεμπέτισσα, σίγουρα όμως είναι αυθεντικοί αντιπρόσωποι ενός κοινωνικού γίγνεσθαι μέσα από το οποίο ξεπήδησε το ρεμπέτικο. Η μάνα του Μάρκου μ’ ένα γιο στη φυλακή κι έναν άλλο με φανερά προβλήματα κοινωνικοποίησης μαζεύει αγριόχορτα για να θρέψει τη φαμίλια. Τα λεφτά που τις δίνει ο Μάρκος κατά καιρούς ξέρει να τα κρύβει για τις δύσκολες στιγμές. Φτώχεια στη Σύρο, φτώχεια και στον Πειραιά. Μια ηρωική μορφή που κρατήθηκε όρθια χάρη σ’ ένα σιδερένιο πείσμα, που χωρίς αυτό θα ήταν ξοφλημένη. Η Ζιγκοάλα που ερωτεύτηκε το Μάρκο και τον παντρεύτηκε. Που πέρασε δύσκολες στιγμές όταν ο Μάρκος δούλευε στα σφαγεία, και σύχναζε στους τεκέδες, μόνιμα απένταρος και ξοφλημένος. Που έπρεπε με κάθε τρόπο να επιβιώσει και που τον εγκατέλειψε για τον κουμπάρο, το νοικοκύρη, με τη σίγουρη δουλειά του πλανόδιου πωλητή που τα βράδια γύριζε σπίτι και δεν την εγκατέλειπε. Που έμαθε να χρησιμοποιεί τη θηλυκότητα ως σαγήνη για να αιχμαλωτίσει τον άντρα. Που πήγε και ζήτησε λεφτά από το Μάρκο όταν έγινε γνωστός από τη δισκογραφία, εκπροσωπώντας ένα θράσος που μόνο η αγωνία της επιβίωσης μπορεί να ορίσει. Που τελικά σκύλιασε με το δεύτερο γάμο του Μάρκου φτάνοντας στην οριστική συντριβή. Που έφαγε ξύλο αλλά στάθηκε όρθια και που ποτέ κανείς δεν πρόκειται να αναγνωρίσει τα δίκια της. Όσο για τη Σκουλαρικού, δεν είναι τίποτε άλλο από την ενσάρκωση της αποκρουστικής όψης της ανθρώπινης αποφασιστικότητας. Είναι η γυναίκα που δε φοβάται τίποτα. Είναι η πόρνη που ξέρει καλά όλα τα ζοριλίκια κι έχει σουγιά περασμένο στην κάλτσα. Είναι η γυναίκα που τα βγάζει πέρα με τρεις μάγκες, μαχαιρώνοντας τον ένα και τρέποντας τους άλλους σε φυγή. Και ταυτόχρονα είναι η ανίσχυρη γυναίκα που χωρίς το Δελιά δεν μπορεί να επιβιώσει. Ξέρει καλά ότι αν ο Δελιάς απεξαρτηθεί από την ηρωίνη θα την παρατήσει. Μοιραία, κάνει τα πάντα για να τον κρατήσει πρεζάκια, να τον κρατήσει ανίσχυρο υποχείριό της. Σαμποτάρει κάθε προσπάθεια του για αποτοξίνωση. Μέχρι που του χορηγεί κρυφά κοκαΐνη στον ύπνο του. Προτιμά να τον σκοτώσει παρά να τον χάσει. Ξέρει καλά ότι οι νόμοι ορίζονται με την επιβολή της ζωώδους βούλησης και ότι η ηθική δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Κι όμως μέσα σ’ αυτό τον αντιφατικό και βίαιο κόσμο, που οι γυναίκες απαιτούσαν αντρίκιο σεβασμό, οι ρεμπέτες είχαν το δικό τους κώδικα ηθικής απέναντι τους. Μπορεί να τις χτυπούσαν ή να μην πληρούσαν το πρότυπο της συζυγικής φερεγγυότητας, αλλά στο βάθος τις θαύμαζαν και υποκλίνονταν μπροστά στη θηλυκότητα. Είχαν ρομαντισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα ρεμπέτικο τραγούδι δεν έχει χυδαιολογίες σε βάρος της γυναίκας. Κανένα ρεμπέτικο δεν έχει σεξουαλικές περιγραφές ή έστω υπονοούμενα. Όλα τα τραγούδια την περιγράφουν σαν κάτι άπιαστο κι ονειρικό που μπορεί να οδηγήσει στη λύτρωση ή την καταστροφή. Μπορεί να προκαλέσει την οργή ή την πλήρη υποταγή, αλλά πάντα μέσα σε κανόνες ευπρέπειας που ορίζει ο σεβασμός. Οι ρεμπέτες, μέσα σε πλήρη αντιφατικότητα, απέναντι στις γυναίκες προσπαθούσαν να είναι κύριοι και ταυτόχρονα μπορεί να χειροδικούσαν, χωρίς όμως αυτό να μειώνει καθόλου τον ιδιόμορφο ιπποτισμό τους. Ακόμα και τις πόρνες τις σεβότανε, με το δικό τους τρόπο, και πολλές φορές τις αντιμετώπιζαν με σεβασμό όταν γλεντούσαν στα καταγώγια.
Γι’ αυτό το ρεμπέτικο είναι κατ’ ουσία πολιτικό τραγούδι. Γιατί εκφράζει τους καημούς των κοινωνικά αποκλεισμένων. Οι ρεμπέτες μπορεί να μην είχαν αποκρυσταλλωμένη πολιτική άποψη (ο Μάρκος δήλωνε βασιλικός) όμως ξέραν καλά τα βάσανα της φτωχολογιάς και δεν βρίσκω τίποτε πιο πολιτικοποιημένο απ’ αυτό. Εκπροσωπούσαν ένα καθαρά πολιτικοποιημένο απολιτίκ που όμως δεν μπορούσαν να ορίσουν και παρόλα αυτά το εξέφρασαν. Είναι η ολοζώντανη λαογραφία της απόγνωσης που μπορεί να αδυνατούσαν να αποδώσουν με εκλεπτυσμένες ποιητικές φράσεις ή σχήματα λόγου αλλά διαμόρφωσαν τη δική τους αυθεντική διανόηση. Γι’ αυτό είναι σπουδαίοι. Γι’ αυτό είναι αδύνατο να αποκοπούν από το λούμπεν προλεταριάτο απ’ όπου ξεπήδησαν. Γι’ αυτό είναι αδύνατη η παρουσίαση ενός ρεμπέτη αν δεν αποδοθεί το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο που τον διαμόρφωσε, κι αυτό ο Σκαμπαρδώνης φαίνεται να το γνωρίζει πολύ καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου