Στις
φωτογραφίες των δύο βομβιστών, τρομοκρατών
της Βοστώνης που προκάλεσαν το θάνατο
τριών και τον τραυματισμό 176 ανύποπτων
πολιτών, απεικονίζονται δύο πρόσωπα που
καθόλου δεν θυμίζουν πρόσωπα εγκληματιών
ή με σκληρά χαρακτηριστικά που βλέπουμε
σε μέλη εγκληματικών συμμοριών του
υποκόσμου. Ο μικρός δε από τα αδέλφια
όπως διαβάσαμε ήταν άριστος μαθητής
και σπούδαζε με υποτροφία σε ανώτερο
εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ο δε μεγαλύτερος,
παρ' όλη την πιο αποφασιστική φυσιογνωμία
που φαίνεται να έχει, με πιο αθλητικά
χαρακτηριστικά, και την καθοριστική
ίσως επιρροή που θα είχε πάνω στον
μικρότερο αδελφό, δεν παραπέμπει επίσης
σε τέτοια άτομα.
Από
την άλλη τα στοιχεία που δόθηκαν, ο
εντοπισμός τους από τις κάμερες ασφαλείας
όπου εμφανίζονται σε μία φάση με σακίδια
τα οποία στη συνέχεια λείπουν, ο εντοπισμός
τους και η ανεύρεση στο αυτοκίνητό τους
και άλλων εκρηκτικών μηχανισμών, δεν
αφήνουν αμφιβολίες ότι αυτοί ήταν οι
βομβιστές.
Πως
μπορεί να εξηγηθεί, έστω με δεδομένο
ότι ο μικρότερος επηρεάστηκε από τον
μεγαλύτερο, ότι προχωρούν σε ένα τυφλό
τρομοκρατικό χτύπημα, που αποτέλεσμά
του είναι ο θάνατος και ο τραυματισμός
ανύποπτων ανθρώπων, όπως τελικά και των ίδιων;
Μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την πλήρη κατάληψη
του νου από μια “ανώτερη” ιδέα, η οποία
υπερτερεί και εξουδετερώνει όλες τις
απαγορεύσεις ή τα πιστεύω που
μέχρι τότε καθόριζαν τις αρχές συμπεριφοράς στις σχέσεις του με τους άλλους που
ακολουθεί ο εαυτός, αυτό που θα λέγαμε ηθικές αρχές. Η “ανώτερη” ιδέα στη συγκεκριμένη
περίπτωση είναι η εξτρεμιστική εκδοχή
του ισλάμ, που στο όνομα του ανηλεούς
πολέμου με την “άπιστη” Δύση, η οποία
ευθύνεται για όλα τα δεινά που περνούν
οι μουσουλμάνοι αδελφοί τους ανά τον
κόσμο, δικαιώνει αν δεν επιβάλλει στον
“πιστό” να εκδικηθεί τους “άπιστους”,
όποιοι και αν είναι αυτοί, άνδρες,
γυναίκες και παιδιά. Είναι η ίδια
“ανώτερη” ιδέα που οδηγεί τέτοιους
νέους, να γίνονται κομάντο αυτοκτονίας
θυσιάζοντας τη ζωή τους μαζί με τις ζωές
των άλλων. Η αμερικανική
κοινωνία ενάντια στην οποία στρεφόταν
το τρομοκρατικό χτύπημα, είναι μια
κοινωνία που παρ' ότι είναι αποδεδειγμένα
από τις πιο αφομοιωτικές
κοινωνίες διαφορετικών φυλών και
πολιτισμών, είναι ταυτόχρονα στοχοποιημένη
από το εξτρεμιστικό ισλάμ ως το απόλυτο
κακό.
Το
ισλάμ είναι μια νέα σχετικά θρησκεία.
Αν δούμε ότι ξεκίνησε πέντε με έξι αιώνες
μετά τον Χριστιανισμό, σε χρονική
αντιστοιχία βρίσκεται στο στάδιο του
μεσαίωνα. Ο ιστορικός χρόνος γίνεται
όλο και πιο γρήγορος, οπότε μπορούμε να
ελπίζουμε ότι θα έρθει γρηγορότερα και
η αναγέννηση. Αν ο παγκοσμιοποιημένος
μας κόσμος μπορέσει να βαδίσει σε μια
σχετικά συγκλίνουσα πορεία και δεν
σπαραχθεί από τις αντιθέσεις του, έχει
τις προϋποθέσεις να αποδυναμώνει πιο
γρήγορα τις πιο φονικές, καταστροφικές
ιδέες, προτάσσοντας τις ιδέες της
συνεργασίας.
Το
άλλο που βλέπουμε σ' αυτές τις περιπτώσεις
είναι ότι τέτοια άτομα είναι κατά κανόνα
νεαρά. Ένας μεγαλύτερος σε ηλικία έχει
αναπτύξει μια μεγαλύτερη αυτονομία του
εγώ, ώστε να είναι πολύ δυσκολότερο να
καταληφθεί πλήρως από μια ιδέα, όσο
ισχυρή και αν είναι αυτή. Το ανεπτυγμένο
εγώ διατηρεί πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες κριτικής
σκέψης ώστε να εκτιμήσει καλύτερα τις
συνέπειες των πράξεών του ή να σχετικοποιήσει
τη δύναμη της ιδέας με το κριτήριο της
πραγματικότητας.
Οι
νέοι πιο συχνά απ' ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν μια πρόσληψη των ιδεών με
έναν απόλυτο τρόπο, ώστε να μη χωράει η
παραμικρή αμφισβήτηση. Και συχνά έχουν
και την απαιτούμενη για τέτοιες πράξεις αποκοτιά να
διακινδυνέψουν τη ζωή τους. Είναι κι
αυτός ένας λόγος που στην ανθρώπινη
ιστορία οι στρατοί στηριζόταν στους
πολύ νέους. Αν στηρίζονταν σε μεγαλύτερης
ηλικίας άτομα, πολύ λιγότεροι πόλεμοι
θα γίνονταν.
Θεωρητικά
η δυνατότητα να ασκήσουμε ακραία βία
υπάρχει μέσα στις δυνητικές αποσκευές
που κουβαλάμε όλοι μας, από τη βίαιη εξελικτική
εμπειρία χιλιάδων ή καλύτερα εκατομμυρίων
χρόνων του είδους μας στην προσπάθειά
του να επιβιώσει αλλά και στις ατελείωτες
ενδοειδικές διαμάχες των ομάδων, φυλών
κλπ για τους περιορισμένους διαθέσιμους
πόρους. Μια δυνατότητα που καταπιέσθηκε
στο εσωτερικό της ομάδας, της φυλής ή
των μεγαλύτερων κοινωνικών συγκροτήσεων
στη συνέχεια, ως απαραίτητη προϋπόθεση
για τη συνοχή τους αλλά ως δυνατότητα
χρησιμοποίησής της κατά του “εχθρού”
παραμένει πάντα ως πιθανή.
Για
να φτάσει κάποιος σε μια ακραία βίαιη
συμπεριφορά, ξεπερνώντας τους θεσπισμένους
κανόνες και την ηθική που την συνοδεύει,
πρέπει να ξεπεραστεί το απαγορευτικό
μέρος της συνείδησης, τα αντικίνητρα
που υπάρχουν και που την αποτρέπουν.
Αυτά μπορούν ξεπεραστούν από μια
“ανώτερη” ιδέα που θα λειτουργεί
ισχυρότερα από τις απαγορεύσεις που ο
εαυτός έχει ενσωματώσει, σαν μια “άδεια”
που θα επιτρέπει την άσκηση της ακραίας
βίας. Τα άτομα που δεν έχουν αναστολές ή αυτές είναι πολύ μειωμένες, σε συνδυασμό και με άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, φτάνουν πιο εύκολα στην ακραία βία. Κατά κανόνα όμως η βία υπηρετεί συνήθως κάποιο πολύ σημαντικό σκοπό
που αποκτά γι αυτόν που την εφαρμόζει, απόλυτη προτεραιότητα, ακριβώς για να μπορούν να ξεπεραστούν οι όποιες αναστολές. Αυτό
ισχύει ακόμη και για την άμεση προστασία
του εαυτού αλλά εδώ αναφερόμαστε
περισσότερο στις περιπτώσεις όπου το
άτομο δρα στο όνομα της προάσπισης
κάποιας ομάδας, συλλογικότητας και της
ιδέας που την εκφράζει, με την οποίαν
κάποιος αισθάνεται απόλυτα δεσμευμένος,
όταν θεωρεί ότι αυτή η συλλογικότητα
κινδυνεύει. Αν και δεν είναι εύκολο να
κάνουμε κατηγοριοποιήσεις λόγω της
μεγάλης περιπλοκότητας των κινήτρων
και του ανθρώπινου ψυχισμού, αυτή η
συλλογικότητα και η ιδέα που την εκφράζει
δεν μπορεί παρά να δικαιώνει τον εαυτό
για την πράξη που κάνει. Ακόμη και οι
στρατοί από την αρχαιότητα πριν ξεκινήσουν
μια μάχη ή έναν πόλεμο ζητούσαν την
άδεια από τους θεούς τους και για να
σκοτώσουν αλλά και για να πάρουν δύναμη
οι ίδιοι από αυτή την ανώτερη αρχή στη
σύγκρουσή τους με τον εχθρό. Ο Ρασκόλνικοφ,
ο γνωστός ήρωας από το “έγκλημα και
τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι, για να
ξεπεράσει τις αναστολές από ένα ισχυρό
υπερεγώ που λειτουργεί αποτρεπτικά στο
να προχωρήσει στο έγκλημα, επικαλείται
μια σειρά ιδεολογικές κατασκευές που
έχουν σχέση είτε με αιτήματα δικαιοσύνης
ή και το ξεπέρασμα αισθημάτων δειλίας
που θεωρούσε ότι έχει.
Η
κατάληψη του νου σε τέτοιες περιπτώσεις
συνοδεύεται και από μια απόσπαση από
την πραγματικότητα. Ο μικρός από τους
αδελφούς την επομένη του φονικού, όταν
ακόμη δεν είχαν εντοπισθεί, σε ανάρτηση
κάποιου συνομιλητή του στο twitter
που περιγράφει το θάνατο μιας κοπέλας
από την βομβιστική ενέργεια και τον
θρήνο του φίλου της, απαντά με τη φράση
fake story, δηλαδή το περιγραφόμενο
πραγματικό γεγονός δεν συνέβη, είναι
μια ψεύτικη ιστορία. Παρ' όλη την
αιτιολόγηση της πράξης του από τον
υπερισχύοντα “ιερό σκοπό”, τα αντικίνητρα
ενάντια σ' αυτή την πράξη, οι μέχρι τότε
ενσωματωμένες αξίες και κανόνες
συμπεριφοράς, συνεχίζουν να υπάρχουν
και να αντιδρούν. Η άρνηση του γεγονότος,
είναι ένας τρόπος άμυνας του εαυτού,
παράκαμψης της πραγματικότητας.